- απρόσιτος
- απρόσιτος , -η, -οнедоступный, непостижимый:
ο απρόσιτος Θεός — непостижимый Бог
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
ο απρόσιτος Θεός — непостижимый Бог
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
ἀπρόσιτος — unapproachable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απρόσιτος — η, ο (AM ἀπρόσιτος, ον) [πρόσειμι] (κ. μτφ.) 1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον πλησιάσει, απλησίαστος, απροσπέλαστος 2. ακατόρθωτος, ανέφικτος … Dictionary of Greek
απρόσιτος — η, ο 1. αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς να πλησιάσει, απροσέγγιστος, αζύγωτος: Η πηγή ήταν απρόσιτη, γιατί βρισκόταν μέσα σε πανύψηλους, απόκρημνους βράχους. 2. δυσκολοαπόκτητος, πανάκριβος: Τα φρούτα στις μέρες μας έγιναν απρόσιτα για τον πολύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπροσίτως — ἀπρόσιτος unapproachable adverbial ἀπρόσιτος unapproachable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρόσιτον — ἀπρόσιτος unapproachable masc/fem acc sg ἀπρόσιτος unapproachable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσίτοις — ἀπρόσιτος unapproachable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσίτου — ἀπρόσιτος unapproachable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσίτους — ἀπρόσιτος unapproachable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσίτων — ἀπρόσιτος unapproachable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσίτῳ — ἀπρόσιτος unapproachable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρόσιτα — ἀπρόσιτος unapproachable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)